top of page

χορός / dans

verb

1. move rhythmically to music, typically following a set sequence of steps.

2. (of a person) move in a quick and lively way.

 

noun

a series of movements that match the speed and rhythm of a piece of music.

Και όσοι έβλεπαν να χορεύουν θεωρήθηκαν τρελοί από εκείνους που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη μουσική.
― Φρίντριχ Νίτσε

bottom of page