top of page

μόδα·ion / ˈfashən

noun

1. a popular trend, especially in styles of dress and ornament or manners of behavior.

2. a manner of doing something.

 

verb

make into a particular or the required form.

Η μόδα δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα φορέματα. Η μόδα είναι στον ουρανό, στο δρόμο, η μόδα έχει να κάνει με τις ιδέες, τον τρόπο που ζούμε, το τι συμβαίνει.
― Coco Chanel

bottom of page